παῦσ'

παῦσ'
παῦσαι , παύω
make to end
aor imperat mid 2nd sg
παῦσαι , παύω
make to end
aor inf act
παῦσα , παύω
make to end
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
παῦσε , παύω
make to end
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
παῦσι , παῦσις
stopping
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος …   Dictionary of Greek

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

  • Ναυπλία — Αρχαία πόλη με λιμάνι στο νομό Αργολίδας. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης Ναύπλιο. Ονομαζόταν και Ναύπλιοι λιμένες ή Ναύπλιαι ακταί, ή Ναυπλίειος λιμήν. Από ανασκαφές που έγιναν συμπεραίνεται ότι η Ν. είχε κατοικηθεί από της μυκηναϊκούς… …   Dictionary of Greek

  • Καππώτας — Επίκληση του Δία, ο οποίος λατρευόταν στο Γύθειο με τη μορφή πέτρας που θεράπευε τους πόνους. Η ετυμολογία της επίκλησης προέρχεται από τις λέξεις κατά και παύω (ή κατά και πίπτω) και σχετίζεται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σύμφωνα με μία… …   Dictionary of Greek

  • Καρυάτιδα — η (AM Καρυᾱτις, ιδος) αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες τού Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.) αρχ. 1. ιέρεια τὴς… …   Dictionary of Greek

  • Λευκαίος — Λευκαῑος, αία, ον (Α) [λεύκη] (ως επίθ. τού Διός) ο τής λεύκας, αυτός που έχει σχέση με τη λεύκα («γενέσθαι οἱ Λεπρεᾱται σφίσιν ἔλεγον ἐν τῇ πόλει Λευκαίου Διὸς ναόν», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

  • Οξυδερκώ — Ὀξυδερκώ, οῡς, ἡ (Α) επίθετο τής Αθηνάς («ἔχεται μὲν ἱερὸν Ἀθηνᾱς Ὀξυδερκοῡς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δέρκομαι «βλέπω καλά» + κατάλ. ώ] …   Dictionary of Greek

  • Ρειτοί — Η σημερινή λίμνη του Κουμουνδούρου, μετά το Δαφνί, προς την Ελευσίνα. Από τη λιμνοθάλασσα αυτή άρχιζε το Ράριον πεδίον. Διακρίνονταν δύο λίμνες με το ίδιο όνομα: εκείνη που βρισκόταν προς την Ελευσίνα ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα, και εκείνη που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”